- ἔμμισθοι
- ἔμμισθοςin receipt of paymasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
μισθοφόρος — ο (Α μισθοφόρος, ον) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας μισθό 2. (ως ουσ. συν. στον πληθ.) οι μισθοφόροι έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και… … Dictionary of Greek
υπάλληλος — η, ο / ὑπάλληλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος») 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
δικαστικός επιμελητής — Το πρόσωπο που είναι αρμόδιο για την επίδοση όλων των δικαστικών εγγράφων (παλαιότερα ονομαζόταν δικαστικός κλητήρας). Ο δ.ε. είναι υποχρεωμένος να συντάσσει σχετική έκθεση σε δύο πρωτότυπα· το ένα επιδίδεται στο πρόσωπο που έδωσε την παραγγελία… … Dictionary of Greek
ελεύθεροι επαγγελματίες — Κατηγορία εργαζομένων, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ελεύθερη και όχι σε μισθωτή βάση και αμείβονται από τους πελάτες τους μετά από σχετική και ανά περίπτωση συμφωνία. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας αποτελούν οι δικηγόροι ε … Dictionary of Greek